- ἐλευθέραν
- ἐλευθέρᾱν , ἐλεύθεροςfreefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκότωτος — (I) ἀσκότωτος, ον (Μ) ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέραν ἐλευθέραν, ἀσκότωτον, ἀθόλωτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκοτώ ( όω) «συσκοτίζω» < σκότος]. (II) ἀσκότωτος, η, ο [σκοτώνω] αυτός που δεν έχει σκοτωθεί, που παραμένει ζωντανός … Dictionary of Greek
εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… … Dictionary of Greek